ανέντακτος

ανέντακτος
και ανένταχτος, -η, -ο
αυτός που δεν έχει ενταχθεί ή δεν εντάσσεται, ιδίως σε πολιτικό σχηματισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανέντακτος — ανέντακτος, η, ο και ανένταχτος, η, ο ο μη ενταγμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”